ετερότοπος

ετερότοπος
-η, -ο και ετεροτοπικός, -ή, -ό
ανατ. αυτός που αναπτύσσεται σε άλλο τόπο (= θέση), αυτός που δεν έχει φυσιολογική θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotopous < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -topous (πρβλ. τόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

  • ετεροτοπικός — ή, ό βλ. ετερότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotopic < hetero (πρβλ. ετερο *) + topia (πρβλ. τόπος)] …   Dictionary of Greek

  • αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”